Νέα ελληνική-Ρωσικά λεξικό. И.П. Хориков, М.Г. Малев. 1980.
ρουμανίζω — ρωμανίζω, ΝΜ κλείνω με τον σύρτη τής πόρτας, αμπαρώνω νεοελλ. ασπάζομαι και υιοθετώ τις ρουμανικές αντιλήψεις για ένα θέμα ή διάκειμαι ευμενώς προς τους Ρουμάνους, παίρνω το μέρος τών Ρουμάνων … Dictionary of Greek
ρωμανίζω — Μ βλ. ρουμανίζω … Dictionary of Greek